Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και όταν ο κλάδος της βουβαλοτροφίας κατέρρεε, ο Τρύφωνας Γιαντσίδης από τα Χρυσοχώραφα Σερρών είχε τη διορατικότητα να καταλάβει πως το κρέας και το γάλα του βουβαλιού θα είναι ξανά μέσα στις προτιμήσεις του καταναλωτικού κοινού τα επόμενα χρόνια. Η πρόβλεψη αυτή, μετά από σκληρή δουλειά και επιμονή, βγήκε αληθινή, με τον Τρύφωνα να διαθέτει σήμερα 250 βουβάλια, από 110 που είχε ο πατέρας του, και να τροφοδοτεί με γάλα και κρέας πολλά από τα κρεοπωλεία και τα καταστήματα της περιοχής του.

Επίσης, διαθέτει 50 στρέμματα στα οποία παράγει τις δικές τους ζωοτροφές: «Το 1970, υπήρχαν 70.000 βουβάλια στην Ελλάδα, τα οποία στα μέσα της δεκαετίας του ’90 άρχισαν να εξαφανίζονται, με αποτέλεσμα να παραμείνουν μόλις 400 ζώα. Ο πατέρας μου, ο οποίος ξεκίνησε με πέντε ζώα, με συμβούλευε να αφήσω το επάγγελμα του βουβαλοτρόφου για αυτό του δασοπόνου, το οποίο και σπούδασα. Αποφάσισα, όμως, να ασχοληθώ με τη βουβαλοτροφία, γιατί κατάλαβα ότι αυτό το ζώο έχει κάποια αξία, καθώς τα προϊόντα που βγάζει έχουν μεγάλη θρεπτική αξία.

Παρόλο που δεν υπήρχε ζήτηση τη δεδομένη στιγμή, εγώ ήξερα πως ο κόσμος θα το προτιμήσει και θα μπορέσουμε να το αναδείξουμε ξανά. Με πολλές δυσκολίες πουλήθηκε το πρώτο ζώο για κρέας και έπειτα το δεύτερο. Μετά από πολλά χρόνια, άρχισε να υπάρχει ενδιαφέρον και για το γάλα», αναφέρει στην «ΥΧ» ο 37χρονος κτηνοτρόφος, ο οποίος είναι και πρόεδρος του Κτηνοτροφικού Συνεταιρισμού Βουβαλοτρόφων Ελλάδος.

«Όταν αυξάνεις τον αριθμό των ζώων, δεν σημαίνει πως κερδίζεις και περισσότερα, ίσως πολλές φορές συμβαίνει το αντίθετο»

Η πορεία της οικογένειας του Τρύφωνα στη βουβαλοτροφία ξεκινά από τον προπάππου του και τον παππού του, ο οποίος ήρθε από τη Μικρά Ασία με λιγοστά βουβάλια. Η οικογενειακή παράδοση συνεχίστηκε με τον πατέρα του Τρύφωνα, αλλά και τον ίδιο, ο οποίος, όταν μπήκε στη δουλειά, υπήρχαν στην οικογενειακή εκμετάλλευση 110 ζώα. «Έχω 250 ζώα. Ο παππούς μου είχε 20 ζώα και τα μοίρασε στα τέσσερα. Ο κάθε αδερφός πήρε από πέντε ζώα, έτσι λοιπόν ο πατέρας μου έμεινε με πέντε ζώα, τα οποία έγιναν 110 και έπειτα 250, όταν μπήκα και εγώ στο επάγγελμα. Η αύξηση του ζωικού κεφαλαίου πραγματοποιήθηκε με πολλή δουλειά, με πολλή προσωπική εργασία και, αφού βέβαια ξεκίνησαν να καταναλώνονται τα προϊόντα που παράγει το ζώο, καταφέραμε να αυξήσουμε το κοπάδι. Καταφέραμε ακόμα να πουλήσουμε περισσότερα ζώα και γάλα και με τη βοήθεια κάποιων επιδοτήσεων να κάνουμε εγκαταστάσεις, να αγοράσουμε μηχανήματα και λίγη γη, ώστε σήμερα να μπορούμε να λέμε ότι έχουμε αυτόν τον αριθμό ζώων», αναφέρει ο Τρύφωνας. Όπως ο ίδιος τονίζει, «ο αριθμός των ζώων είναι σχετικός. Δεν σημαίνει ότι αυξάνεις τον αριθμό τους και κερδίζεις περισσότερα, ίσως πολλές φορές συμβαίνει το αντίθετο».

«Η απόφαση ζωής», όπως ονομάζει ο Τρύφωνας την απόφασή του για την ενασχόλησή του με τη βουβαλοτροφία ενισχύεται από τη βοήθεια που έχει από την οικογένειά του, καθώς όπως αναφέρει ο ίδιος «η εκμετάλλευσή μας είναι οικογενειακή επιχείρηση και η λίμνη Κερκίνη μας βοηθάει πολύ. Δεν είναι τυχαίο ότι τα βουβάλια έμειναν στη λίμνη, καθώς είχε κάποιους ανοιχτούς βοσκότοπους και αρκετό μέρος του χρόνου βοσκούσαν τα ζώα έξω και δεν είχαν έξοδα. Το καλό του ζώου αυτού είναι ότι δεν έχει έξοδα σε κτηνιάτρους, σε φάρμακα και σε ζωοτροφές. Δηλαδή, είναι αρκετά λιτοδίαιτο και ανθεκτικό στις αντίξοες συνθήκες, δεν ασθενεί εύκολα και όλα αυτά μας δημιουργούν ένα σχετικά φτηνό κοστολόγιο. Όμως, οι μικρές αποδόσεις σε γάλα και κρέας αντισταθμίζουν αυτό το μικρό κοστολόγιο», τονίζει ο Τρύφωνας.

Προβλήματα
Όταν ο 37χρονος αγρότης μπήκε στο κτηνοτροφικό επάγγελμα, είχε μόνο μία αγωνία, το αν θα καταφέρει να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του για την ανάκαμψη της βουβαλοτροφίας στην Ελλάδα.

Σήμερα, αφού τα κατάφερε, τόσο αυτός όσο και οι υπόλοιποι βουβαλοτρόφοι επιθυμούν να εκσυγχρονίσουν περισσότερο τη μονάδα τους και να παραγάγουν ακόμα πιο ποιοτικό προϊόν. Ωστόσο, ως πρόεδρος του Κτηνοτροφικού Συνεταιρισμού Βουβαλοτρόφων Ελλάδος, τονίζει στην «ΥΧ» πως η βουβαλοτροφία αντιμετωπίζει προβλήματα. «Το σοβαρότερο πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχουν οι εκτάσεις πλέον για να βόσκουν τα ζώα σε εξωτερικό χώρο. Αυτός ο χώρος αρχίζει να εξαφανίζεται. Αναγκαζόμαστε να αγοράζουμε ή να νοικιάζουμε εκτάσεις και όλο αυτό μας δημιουργεί πρόβλημα και στο κοστολόγιο και στον χρόνο της δουλειάς. Οι εκτάσεις μειώνονται, γιατί πολλές δίνονται προς καλλιέργεια, ενώ γίνεται υπερβόσκηση και από άλλα ζώα, με αποτέλεσμα τα βουβάλια να μένουν χωρίς βοσκότοπους», καταλήγει ο Τρύφωνας.

Παράταση ΟΣΔΕ

Πηγή: ypaithros.gr