Ρυθμίσεις για Συνεταιρισμούς, Διεπαγγελματικές, Αγροτικά Επιμελητήρια και ελληνοποιήσεις οι πρώτες παρεμβάσεις του ΥΠΑΑΤ.

Πολυνομοσχέδιο, το οποίο δεν θα περιορίζεται στις συνεταιριστικές οργανώσεις, αλλά θα ρυθμίζει και άλλα κρίσιμα ζητήματα, ετοιμάζεται να καταθέσει μέσα στο φθινόπωρο το ΥΠΑΑΤ. Σύμφωνα με πηγές του υπουργείου, κεντρική επιλογή της νέας ηγεσίας αποτελεί κατ’ αρχήν ο σαφής διαχωρισμός του τομέα ευθύνης των αγροτικών θεσμών και πιο συγκεκριμένα:

✱ Η ανάδειξη του ρόλου και η ισχυροποίηση των συνεταιρισμών στην αγορά, στην εμπορία και στην επεξεργασία αγροτικών προϊόντων.

✱ Η αναβάθμιση των Διεπαγγελματικών Οργανώσεων σε δομές αυτορρύθμισης του κλάδου στον οποίο λειτουργούν και η παροχή συμβουλών προς το κράτος ακόμη και σε ζητήματα ελέγχων.

✱ Η σύσταση επιμελητηρίων, τα οποία θα εκπροσωπούν επαγγελματικά τους αγρότες.

Στο ίδιο νομοσχέδιο αναμένεται να συμπεριληφθούν ζητήματα τα οποία αναδείχθηκαν κατά τις πρώτες εβδομάδες της νέας κυβέρνησης. Σε αυτά φαίνεται να περιλαμβάνονται και οι ρυθμίσεις που σχετίζονται με τις ελληνοποιήσεις, όπως για παράδειγμα η δημοσιοποίηση των στοιχείων όσων παρανομούν. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, το νομοσχέδιο αναμένεται να τεθεί σε διαβούλευση τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου και να γίνει νόμος το συντομότερο δυνατόν.

Με την ένταξη ενός νέου νόμου για τους συνεταιρισμούς στα δέκα πρώτα νομοσχέδια που θα ψηφιστούν έως το τέλος του έτους, ξεκινά η κυβέρνηση τις παρεμβάσεις στον αγροτικό τομέα. Ως γνωστόν, η Ελλάδα έχει θεσπίσει από το 1915 επτά νόμους για τους συνεταιρισμούς (οι έξι από τους οποίους ψηφίστηκαν τα τελευταία 40 χρόνια), καθώς και περισσότερες από 1.000 νομοθετικές τροποποιήσεις τους.

Παρ’ όλα αυτά, η συνεταιριστική οικονομία, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, φθίνει, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είτε νομοθετούμε σε λανθασμένη κατεύθυνση, είτε προσπαθούμε να επιλύσουμε με νόμους ζητήματα που αντιμετωπίζονται με άλλα μέσα.

Έτσι, για παράδειγμα, ενώ η Αιτιολογική Έκθεση του ισχύοντος νόμου που ψηφίστηκε τον Απρίλιο του 2016 θεωρούσε ως κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι συνεταιρισμοί τη ζημιογόνο λειτουργία πολλών οργανώσεων, την έλλειψη ρευστότητας, την κακή στελέχωση, την έλλειψη δικτύων πώλησης και την εξάρτηση από τη διαχείριση των επιδοτήσεων (προβλήματα που καθιστούσαν μόνο περίπου 30 οργανώσεις οικονομικά βιώσιμες), δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι το περιεχόμενο του νόμου που ψηφίστηκε απέχει πολύ από την αντιμετώπιση των παραπάνω προβλημάτων.

Σε κάθε περίπτωση, τα πορίσματα πολλών ευρωπαϊκών μελετών οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, κατά κανόνα, χώρες με ανεπτυγμένο συνεταιριστικό τομέα έχουν συνήθως απλή και στοχευμένη (ή ακόμη και καθόλου, όπως η Ιρλανδία) νομοθεσία. Αντίθετα, χώρες της Νότιας Ευρώπης, όπου ο τομέας υστερεί, διαθέτουν σύνθετες και συχνά ασαφείς νομοθετικές ρυθμίσεις. Σταχυολογώντας κάποια ζητήματα τα οποία κρίνουν την επιτυχία ή κάποια δεδομένα τα οποία διαμορφώνουν την πραγματικότητα μέσα στην οποία θα κινηθεί η νομοθετική πρωτοβουλία, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τα εξής:

Οι συνεταιριστικές αρχές

«Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί είναι επιχειρήσεις οι οποίες αναπτύσσονται ή καταρρέουν, ανάλογα με την ικανότητά τους να προσφέρουν υπηρεσίες και προϊόντα στους αγρότες-μέλη που αποτελούν τους ιδιοκτήτες τους». Έτσι περιγράφει η COGECA, η οργάνωση της οποίας μέλη είναι οι κορυφαίοι συνεταιρισμοί της Ευρώπης, το σημείο εκκίνησης κάθε επιτυχημένης συνεταιριστικής οργάνωσης, καθώς οι συνεταιρισμοί αποτελούν επιχειρήσεις που καθοδηγούνται από συγκεκριμένες αξίες.

Όμως, ενώ το εκάστοτε θεσμικό πλαίσιο κινείται πάνω στις επτά διεθνείς συνεταιριστικές αρχές, πρέπει να προσαρμόζεται στις διαφορετικές ανάγκες της κάθε χώρας. Ανάγκες που, εκτός των άλλων, χαρακτηρίζονται από τα διαρθρωτικά γνωρίσματα του αγροδιατροφικού τομέα της ή τον «βαθμό συνεταιριστικοποίησης» που επικρατεί.

Σε κάθε περίπτωση, αν διδάσκει κάτι η ευρωπαϊκή εμπειρία σήμερα είναι ότι κρίσιμα ζητήματα που αφορούν την οργανωτική δομή, δηλαδή ζητήματα διεύθυνσης/διοίκησης, κλαδικής παρά περιφερειακής συγκρότησης, προσέλκυσης επενδυτικών κεφαλαίων, πρέπει να ρυθμίζονται από τις ίδιες τις οργανώσεις παρά από ένα δεσμευτικό νομοθετικό πλαίσιο.

Το ζήτημα της εμπιστοσύνης

Η εθελοντική συνεργασία αγροτών είναι κατά βάση ζήτημα εμπιστοσύνης. Η εμπιστοσύνη αυτή αφορά τα εξής:✱ Πρώτον, την εμπιστοσύνη ενός μέλους στα υπόλοιπα, όταν κληθεί να συμμετάσχει σε μία επένδυση, να διαθέσει την παραγωγή του, να αναλάβει κοινές οικονομικές δεσμεύσεις.

✱ Δεύτερον, την εμπιστοσύνη ενός μέλους στις γνώσεις και στις ικανότητες των στελεχών του συνεταιρισμού να λειτουργήσουν με επάρκεια σε μία ανταγωνιστική αγορά.

✱ Τρίτον, την εμπιστοσύνη στους θεσμούς ενός τόπου, πολιτικούς και κρατικούς συνολικά, καθώς είναι οι χώρες όπου λειτουργούν ικανοποιητικά οι θεσμοί που συχνά έχουν την πιο ισχυρή συνεταιριστική οικονομία.

Βέβαια, τα παραπάνω, που αποτελούν προαπαιτούμενα συνεταιριστικής ανάπτυξης κάθε χώρας, δεν επιλύονται απλώς με έναν συνεταιριστικό νόμο, αλλά με πιο συνεκτικές παρεμβάσεις. Στην Ελλάδα, τα ζητήματα αυτά ταλανίζουν τον αγροτικό χώρο και πρέπει να συζητηθούν σε μηδενική βάση, καθώς μόνο έτσι ο χώρος θα ανακτήσει τη χαμένη αξιοπιστία του. Δεν είναι λίγες εκείνες οι περιπτώσεις, για παράδειγμα, που οργανώσεις χιλιάδων μελών πέρασαν σε ολιγομελείς ομάδες ανθρώπων που δεν δίστασαν ακόμη και να εκποιήσουν ακίνητα που δημιούργησαν οι προηγούμενες γενιές, απλά και μόνο για να συνεχιστεί η χρηματοδότηση της λειτουργίας ανυπόληπτων διοικήσεων.

Κάποιες βασικές τάσεις στην αγροδιατροφή

Η νέα νομοθετική πρωτοβουλία πρέπει να συνυπολογίσει το ευρύτερο πλαίσιο και τις τάσεις που χαρακτηρίζουν τον χώρο της αγροδιατροφής. Προς αυτή την κατεύθυνση, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη ζητήματα, όπως:

✱ Οι τιμές του Έλληνα παραγωγού περισσότερων αγροτικών προϊόντων είναι πλέον οι χαμηλότερες της ΕΕ.

✱ Ενώ ο κύκλος εργασιών του κλάδου τροφίμων και ποτών διευρύνεται, στην περίπτωση πολλών συνεταιρισμών φθίνει.

✱ Παράλληλα, υπάρχει ένας πυρήνας οργανώσεων στην Ελλάδα που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα υψηλές επιχειρηματικές επιδόσεις.

✱ Οι αλυσίδες λιανικής πρωτίστως και κάποιες μεταποιητικές μονάδες δευτερευόντως φαίνεται να κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην αγορά. Τα ζητήματα των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών ή της διαμόρφωσης του κόστους παραγωγής που αντιμετωπίζει η υπόλοιπη Ευρώπη λαμβάνει συχνά στην Ελλάδα πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις.

✱ Υπάρχουν κλάδοι, όπου μεγάλο μέρος της διακίνησης, ακόμα και η πλειονότητά της, γίνεται στο «γκρίζο κομμάτι» της οικονομίας. Αν και πολλοί ισχυρίζονται ότι αυτό είναι το αποτέλεσμα των υψηλών συντελεστών φορολογίας και ασφάλισης, το φαινόμενο αυτό έχει ευρύτατες οικονομικές, και όχι μόνο, επιπτώσεις.

Επίλογος

Έχει εμπεδωθεί πλέον μία ευρεία αντίληψη ότι η ουσιαστική ανάταξη του συνεταιριστικού τομέα έχει ως προϋπόθεση και αφετηρία την ύπαρξη τουλάχιστον ενός ισχυρού οικονομικού κινήτρου. Μάλιστα, ως τέτοιο θεωρείται η φορολογία, η οποία αναφέρθηκε πρόσφατα και από τον πρωθυπουργό. Αξίζει να τονιστεί ότι όσοι αγρότες προκρίνουν το μέτρο αυτό αναφέρονται στην ανάγκη μιας γενναίας μείωσης του φόρου εισοδήματος του παραγωγού, που αποδεδειγμένα διακινεί το προϊόν του μέσα από μία οργάνωση. Μάλιστα, πολλοί θεωρούν ότι τέτοια επιλογή έγινε κατά το παρελθόν αποδεκτή από τους εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ, όμως διαφώνησε το ΔΝΤ και η τότε ηγεσία του υπουργείου Οικονομίας.

Το παραπάνω, μαζί με την αντιμετώπιση των ζητημάτων εμπιστοσύνης, της ανανέωσης, αλλά και των ευθυνών παλαιών διοικήσεων, που δεσμεύουν όσους θελήσουν να ενταχθούν σε μία οργάνωση, θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημείο μίας νέας αφετηρίας του συνεταιριστικού τομέα.

Η «ΥΧ» ξεκινά ένα μεγάλο οδοιπορικό για τους συνεταιρισμούς. Δηλαδή, το βασικό μέσο για την ενδυνάμωση της θέσης του παραγωγού στην αγορά, τη μεγέθυνση του αγροτικού προϊόντος και του εθνικού πλούτου, τη μείωση του κόστους παραγωγής, την ενσωμάτωση της γνώσης και της καινοτομίας, την αύξηση του εισοδήματος και της ανταγωνιστικότητας, τη βελτίωση των συνθηκών ζωής στην ύπαιθρο.

 

Παράταση ΟΣΔΕ

Πηγή: ypaithros.gr