Ισχυρή ζήτηση ροκανίζει τα αποθέματα ελαιόλαδου, άνοδος πριν τη νέα σοδειά.

Ήταν Φεβρουάριος όταν έπεσαν οι πρώτες χορταστικές βροχές στην Ανδαλουσία, δίνοντας αφορμή στο εμπόριο να ξεκινήσει ένα ήπιο αλλά επίμονο κύμα διόρθωσης στις τιμές, μέχρι και κάτω από 7 ευρώ το κιλό για το έξτρα και 5,7 ευρώ για το κοινό παρθένο στην Ισπανία.

Τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο, ήταν το διάστημα κατά το οποίο ξεκίνησε να συσκευάζεται η πρώτη ύλη που είχε αγοραστεί Δεκέμβριο και Ιανουάριο, όταν δηλαδή οι τιμές είχαν σημειώσει τις κορυφές τους. Αρκετοί τότε προέβλεψαν πως θα επέλθει επιτέλους κόπωση στο ευρύ κοινό και η κατανάλωση θα υποχωρήσει μαζικά.

Οι ειδικοί όμως έκαναν λάθος. Η Ισπανία δικαιολόγησε ξανά τον χαρακτηρισμό ως το «σημείο αναφοράς» του τομέα και κράτησε την ροή διάθεσης στα ίδια ή και καλύτερα επίπεδα, διαμορφώνοντας νέες συνθήκες στις οποίες έπρεπε πλέον η αγορά να προσαρμοστεί. Στις 30 Απριλίου, τα ισπανικά αποθέματα υπολογίζονταν σε 577.000 τόνους, με τις πωλήσεις (ελαιοτριβεία και τυποποιητές) να διαμορφώνονται και τον Απρίλιο σε περίπου 105.000 τόνους αν συνυπολογιστούν και οι εισαγωγές. Πέρυσι, μόνο τον Αύγουστο υπήρξε επιβράδυνση της αγοράς, με αποτέλεσμα πλέον να διαμορφώνεται μία συνθήκη επικίνδυνης πίεσης των αποθεμάτων.

Ο γνωστός μηχανισμός προσφοράς και ζήτησης θα δράσει ώστε να υπάρξει νέο σημείο ισορροπίας το οποίο μάλλον θα είναι σε υψηλότερο σημείο από ότι σήμερα, ειδικά αν η κατανάλωση αντέξει και τον Μάιο.

Πλέον οι τιμές στο έξτρα παρθένο έχουν σπάσει ξανά ανοδικά τα 8 ευρώ το κιλό. Μέσα σε όλα αυτά, αναμένονται και οι πρώτες εκτιμήσεις για την καρπόδεση μέσα στον Ιούνιο, που θα παίξουν και αυτές ρόλο στη διαμόρφωση της νέας κατάστασης. Θα μπορούσε κάποιος πάντως να πει πως η φετινή σεζόν που ολοκληρώνεται τους επόμενους μήνες, αφήνει πίσω ισχυρή παρακαταθήκη για το μέλλον του ελαιοκομικού τομέα. Η παγκόσμια παραγωγή φέτος ανέρχεται σε 2,49 εκατ. τόνους, σημαντικά χαμηλότερη από τους 2,81 εκατ. τόνους της κατανάλωσης που προβλέπουν οι ειδικοί της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πιέζοντας για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά τα αποθέματα σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.

Παρά την επίμονη αύξηση των τιμών σε ιστορικά επίπεδα και κόντρα στο κλίμα φόβου που καλλιεργήθηκε σχετικά με τα καρτελάκια στα ράφια της λιανικής, η αγορά ελαιολάδου άντεξε τους κλυδωνισμούς και οι καταναλωτές ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες των παραγωγών. Η αύξηση έως 50% των τιμών στο ράφι μεταφράζεται την 2023/24 σε απώλειες μόλις μερικών εκατοντάδων χιλιάδων τόνων σε πωλήσεις και κυρίως σε στροφή περισσότερο προς χαμηλότερες ποιότητες ελαιολάδου παρά άλλων σπορέλαιων.

Προς τα 9 ευρώ κινούνται τα ελάχιστα εξτρίσσιμα

Σοφά φαίνεται πως έπραξε η συντριπτική πλειοψηφία των παραγωγών ελαιολάδου τη φετινή εμπορική περίοδο, διαθέτοντας την πολύ χαμηλή σοδειά των 140.000 τόνων σε τιμές κοντά στα υψηλά του Ιανουαρίου (8,5 με 9,5 ευρώ). Το σκηνικό των τελευταίων εβδομάδων, με την αναθέρμανση της αγοράς στην Ισπανία, δίνει επίσης την ευκαιρία σε όσους κράτησαν ελαιόλαδο να πετύχουν καλές τιμές για τους περίπου 40.000 τόνους που φυλάσσονται σε δεξαμενές. Πλέον η εγχώρια αγορά κινείται πάνω από τα 8,0 ευρώ και πιο κοντά θα έλεγε κανείς στα 9,0 ευρώ το κιλό για τα ποιοτικά έξτρα. Η διασπορά μικρών ποσοτήτων ανά την επικράτεια καθιστά αναμενόμενες και τις εύλογες διαφορές στις τιμές. Μπορεί, για παράδειγμα, στη Λακωνία να υπάρχουν συνεταιρισμοί που πληρώνουν σήμερα 8,50-8,70 ευρώ τους παραγωγούς για αγορά εξαιρετικού παρθένου με άριστα οργανοληπτικά, όμως στη Μεσσηνία ακόμα δεν έχει καταγραφεί πράξη πάνω από τα 8 ευρώ. Κοντά στα υψηλά της Λακωνίας βρίσκεται η Κέρκυρα, όπου το εμπόριο στέλνει συνήθως καραβιές στην Ιταλία και προμηθεύεται ποσότητες με 8,20 ευρώ για τις τρεις γραμμές.

Το σημαντικό είναι πως ενώ νωρίτερα στη σεζόν, το αγοραστικό ενδιαφέρον ήταν υποτονικό λόγω τιμών (σχεδόν 200.000 ευρώ για ένα βυτίο τον Ιανουάριο), πλέον τα αποθέματα αρχίζουν να μαζεύονται επικίνδυνα, την ώρα που οι πωλήσεις στη λιανική διατηρούνται σε ανεκτούς ρυθμούς παρά τις τιμές. Επίσης, η Ιταλία δεν έχει επαρκείς ποσότητες έξτρα για να βγάλει το καλοκαίρι και έτσι πλέον οι αγοραστές είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν τα λιγοστά ελληνικά βυτία σε τιμές ανήκουστες για καλοκαιρινή περίοδο.

Δικλείδα ασφαλείας στην εξάντληση του στοκ η άνοδος των τιμών

Σαν πολύ να βιάστηκε το εμπόριο τον Μάρτιο να ρίξει τις προσφερόμενες τιμές στο ελαιόλαδο, ποντάροντας στην ψυχολογία της ανθοφορίας και την αναμενόμενη τότε απότομη μείωση της κατανάλωσης. Όμως, οι πωλήσεις (ελαιοτριβείων και τυποποιητών) στην Ισπανία διατηρήθηκαν σε κάτι παραπάνω από αξιοπρεπή επίπεδα τους τελευταίους μήνες (80-85.000 τόνους το μήνα συν 10-20.000 τόνους εισαγόμενο), υποχρεώνοντας το εμπόριο να ψαχτεί για πρώτη ύλη. Η αυξημένη ζήτηση έφερε την αγορά του έξτρα παρθένου από τα χαμηλά των 7,10 ευρώ στα τέλη Μαρτίου, στα 8,00-8,30 ευρώ το κιλό την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές με καθαρά αυξητική τάση. Με αυτό τον ρυθμό πωλήσεων, τα αποθέματα της Ισπανίας (577.000 τόνοι) κινδυνεύουν να εξαντληθούν μήνα Σεπτέμβριο. Να σημειωθεί πως καμία άλλη χώρα στη Μεσόγειο δεν διαθέτει πολλά αποθέματα, με αποτέλεσμα η ζήτηση για το ισπανικό ελαιόλαδο να ισχυροποιηθεί στις αρχές καλοκαιριού. Την ώρα που το ελαιόλαδο ζει δεύτερη νιότη (κόντρα σε όλα) μέσα στην εμπορική περίοδο 2023/24, τα σενάρια για την επόμενη σοδειά δίνουν και παίρνουν. Οι πρώτες δειλές εκτιμήσεις μέσα απ’ τα δόντια, επιβεβαιώνουν όσα έχει καταγράψει ήδη η Agrenda και το Elaias Karpos, κάνοντας λόγο για αναμενόμενη παραγωγή άνω των 1 εκατ. Τόνων. Βέβαια, περισσότερα δεδομένα θα υπάρξουν μέσα στον Ιούνιο, όταν και θα παραμείνει στα δέντρα μόνο ο υπό διαμόρφωση καρπός.

Στροφή στο παρθένο με το έξτρα να κρατάει ονομαστικά το 9 στην τιμή

Χαλάει το πλάνο των Ιταλών τυποποιητών για φθηνότερες εισαγωγές έξτρα παρθένου ελαιολάδου από Τουρκία και Τυνησία, ενώ επαρκείς ποσότητες δεν έχει να προσφέρει ούτε η Ελλάδα. Στη χώρα παραμένει το σκληρό μπρα ντε φερ μεταξύ οργανωμένων συνεταιρισμών και εμπόρων, αφού οι παραγωγοί αρνούνται να διώξουν τα καλά έξτρα σε τιμές κάτω από 8,5 – 9 ευρώ (χωρίς ΦΠΑ), ενώ σε μερικά κέντρα όπως το Μπάρι και η Πεσκάρα, οι τρεις γραμμές με άριστα οργανοληπτικά και χωρίς υπολείμματα αγγίζουν τα 11 με 12 ευρώ.

Μέσα σε αυτό το πρωτόγνωρο πλαίσιο, οι Ιταλοί κρατούν στάση αναμονής. Τα στοιχεία Απριλίου που δημοσιεύτηκαν στις 21 Μαΐου, δείχνουν πως ναι μεν η χώρα διαθέτει αξιόλογα αποθέματα έξτρα παρθένου (147.246 σε σύνολο 180.347 τόνων χύμα), ωστόσο η Ιταλία βασίζεται στις εξαγωγές της και τα αποθέματά της την υποχρεώνουν σε ρυθμό πωλήσεων το πολύ 35.000 τόνων το μήνα. Επίσης, από Μάιο έως Οκτώβριο η τουριστική σεζόν αλλάζει το ρυθμό κατανάλωσης του έξτρα παρθένου και ειδικά φέτος ευνοεί το κοινό παρθένο. Αρκετά εστιατόρια και τουριστικά σημεία πώλησης θα συνεχίσουν να προμηθεύονται έξτρα, όμως τους επόμενους μήνες αναμένεται μία αύξηση στην χρήση κοινού παρθένου και ραφινέ, αφού δεν υπάρχουν άλλες χώρες να την προμηθεύσουν έξτρα.

Η Τουρκία -η οποία μάλλον πιο πολύ λαμπάντε έχει να δώσει- ακόμη δεν επιτρέπει εξαγωγές ενώ τα αποθέματα της Τυνησίας εξαντλούνται γρήγορα.

Βλέπει 365.000 τόνους τελικό απόθεμα η Ευρωπαϊκη Επιτροπή

Χαμηλότερες αποδόσεις κατά 26% συγκριτικά με το μέσο όρο πενταετίας και μία μικρή αύξηση 7% στις παραγόμενες ποσότητες για την 2023/24 υπολογίζει η Κομισιόν. Επίσης, η διαθεσιμότητα ελαιολάδου, δηλαδή το άθροισμα παραγωγής, αποθεμάτων και εισαγωγών μείον εξαγωγών και κατανάλωσης, υπολογίζεται 5% κάτω σε σχέση με τη περσινή χρονιά και επίσης 28% κάτω συγκριτικά με το μέσο όρο πενταετίας. Όσον αφορά τα αποθέματα, οι εκτιμήσεις της Κομισιόν είναι αισιόδοξες, αφού υπολογίζει πως 30 Σεπτεμβρίου θα παραμένουν στις δεξαμενές περί τους 365.000 τόνους ελαιολάδου, εκ των οποίων οι 200.000 τόνοι στην Ισπανία. Όσον αφορά την κατά κεφαλή κατανάλωση, προβλέπεται σε 2,6 κιλά ελαιόλαδο, δηλαδή μειωμένη κατά 19,2% σε σχέση με το μέσο όρο πενταετίας.

Πηγή: elaiaskarpos.gr